Απίστευτα λαϊκά γιατροσόφια από το μεγάλο Κρητικό συγγραφέα και αγωνιστή Γεώργιο Ψυχουντάκη - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Απίστευτα λαϊκά γιατροσόφια από το μεγάλο Κρητικό συγγραφέα και αγωνιστή Γεώργιο Ψυχουντάκη




Το Γεώργιο Ψυχουντάκη όλοι τον γνωρίζουμε ως το βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών συγγραφέα που μετέφρασε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στο κρητικό ιδίωμα. 

Μια πραγματικά μεγάλη μορφή της Κρήτης, ένας βοσκός, που το ταλέντο και η ψυχή του δεν μπορούν να βρουν περιγραφές μέσα από λέξεις.

Ένας αληθινός άντρας που αγωνίστηκε στο πλευρό του Πάτρικ Λι Φέρμορ, στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, και θαυμάστηκε από αυτόν αλλά και κάθε άνθρωπο που τον γνώρισε και είδε πόση δύναμη και ταλέντο μπορεί να κρύβει ένας Κρητικός, που απλά τέλειωσε το Δημοτικό αλλά η μόρφωση του ξεπερνούσε εκείνη των μεγαλύτερων συγγραφέων.

Η ζωή του μοιάζει σαν παραμύθι...δυστυχώς με πολλές δύσκολες σελίδες, που δεν τον εμπόδισαν ωστόσο από το να παραδώσει σ εμάς μια πλούσια κληρονομιά. 

Τον αποκάλεσαν "εγγονό του Ομήρου" κι όχι άδικα. Αν είχε την ευκαιρία να τον γνωρίσει ο Νίκος Καζαντζάκης σίγουρα θα τον συμπεριελάμβανε στους ήρωες του, γιατί ήταν ένας αληθινός ήρωας σε όλα τα επίπεδα.

Στο βιβλίο του "Αετοφωλιές στην Κρήτη", όπου καταγράφει κυρίως λαογραφικά στοιχεία της Ασή Γωνιάς, δηλαδή του χωριού, του, βρήκαμε ανάμεσα στα πολλά όμορφα κείμενα του κι ένα που μας εντυπωσίασε ιδιαίτερα.

Ο Γεώργιος Ψυχουντάκης καταγράφει σε αυτό παλιά γιατροσόφια που εφάρμοζαν οι συγχωριανοί του για διάφορες ασθένειες.

Μοναδικές μαρτυρίες μιας άλλης εποχής, που δεν ξέρουμε αν πράγματι έχουν αποτέλεσμα, σίγουρα όμως αξίζει να μάθουμε, και γιατί όχι να έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Η λαϊκή θυμοσοφία έχει αποδείξει πολλές φορές πως κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν.

Τι μας λέει λοιπόν ο Γ Ψυχουντάκης. 

Στον πονοκέφαλο οι γυναίκες έκοβαν από τη μύτη του κολοκυθιού ότι περίσσευε, το οποίο και συνήθως πετούσαν κατά το καθάρισμα, και το κολλούσαν πάνω στο κούτελο τους. Αυτό έλεγαν πως τραβούσε  όλο τον πονοκέφαλο.

Για το κρυολόγημα είχαν τις βερόζες. Έδεναν σε ένα πανάκι μια δεκάρα, λάδωναν μετά το φιογκάκι του πανιού που γινόταν σαν φιτίλι , το άναβαν, το έβαζαν στη ράχη του κρυολογημένου και το καπάκωναν με ένα νεροπότηρο. Μετά το αφαιρούσαν και το έβαζαν με τον  ίδιο τρόπο σε άλλα σημεία της πλάτης.

Όταν το κρύο προκαλούσε πόνο στην πλάτη και τα πλευρά, κοπάνιζαν σπόρο σιναπιού , τον λάδωναν και τον έβαζαν πάνω στην πλάτη, όπου τον έδεναν και τον άφηναν μέχρι να φουσκώσει.

Όταν κάποιου πονούσαν τα νεφρά τότε έπρεπε να τον πατήσει ένας πρωτογόνατος . Ο ασθενής δηλαδή ξάπλωνε μπούμπουρα και ο πρωτογόνατος ανέβαινε επάνω του, όπως ήταν με τα παπούτσια ή με τα στιβάνια. Τον πατούσε καλά στη μέση της πλάτης κι έτσι περνούσε ο πόνος.

Στις μαγουλάδες έκαναν στα μάγουλα του αρρώστου την πεντάλφα με μελάνι.

Όταν κάποιος πάθαινε αιμορραγία από τη μύτη έβγαζαν τρίχες από την τρούλα του κεφαλιού του, κοπάνιζαν μαρμαρόπετρα και την έκαναν σκόνη, την ρουφούσε από τη μύτη και το αίμα σταματούσε.



Όταν κάποιος μελάνιαζε μετά από χτύπημα, κοπάνιζαν κρεμμύδια και τα έβαζαν πάνω στη μελανιά.


Όταν τα παιδιά άλλαζαν τα δόντια τα έπαιρναν και τα έβαζαν σε μια τρύπα και τραγουδούσαν «Να μποντικέ τα αδόντι μου και δόσμου σιντεράκι, να κοκκαλίζω το κουκί με το παξιμαδάκι» 

Σελίδες